- τράχυνση
- η, Ν [τραχύνω]1. η ενέργεια τού τραχύνω2. μτφ. παρόξυνση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τράχυνση — η 1. σκλήρυνση, σκλήρεμα: Έπαθε τράχυνση του δέρματος. 2. μτφ., ερεθισμός, παρόξυνση, αποχαλίνωση: Τράχυνση της κατάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτράχυνση — η 1. μεταβολή τής ομαλότητας σε τραχύτητα, τράχυνση, σκλήρεμα («η εκτράχυνση τών σχέσεων μεταξύ τών δύο χωρών») 2. μτφ. όξυνση, ένταση, επιδείνωση, χειροτέρευση … Dictionary of Greek
τραχυσμός — ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. τρηχυσμός Α [τραχύνω] τράχυνση, σκλήρυνση, τραχύτητα («διὰ ζύσιν ἢ τρηχυσμὸν τοῡ ἐντέρου», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek